Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Η τέταρτη Σύνοδος συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία  το 451 στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας, την πόλη που βρίσκεται στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Η Σύνοδος ασχολήθηκε με τις αιρετικές θέσεις του αρχιμανδρίτη Ευτυχή. Αυτός έλεγε ότι οι δυο φύσεις του Χριστού, η ανθρώπινη και η θεϊκή αναμείχθηκαν και δημιούργησαν μια νέα φύση που δεν είναι ούτε ανθρώπινη ούτε θεϊκή (Μονοφυσιτισμός). Η Σύνοδος ανακήρυξε ένα Ιησού Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ομοούσιος με τον Πατέρα και ομοούσιος με τους ανθρώπους. Οι δυο φύσεις του Χριστού η θεϊκή και η ανθρώπινη ενώνονται χωρίς να συγχέεται η μια με την άλλη, χωρίς να μετατρέπεται η μια σε άλλη, χωρίς να διαιρούνται ή να χωρίζονται. Οι δυο φύσεις διατηρούν ακέραιες τις ιδιότητές τους στο ένα πρόσωπο του Χριστού.
Η σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Μονοφυσιτισμού διότι κατ' αυτή η φύση του Χριστού δεν είναι θεϊκή ούτε ανθρώπινη αλλά μια άλλη, και έτσι δεν προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και άρα δεν την σώζει. Ο Χριστός προσέλαβε μέσα στην θεότητά του  όλη την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και έτσι την δικαιώνει και την σώζει.
Ο Χριστός έχει δυο φύσεις, θεϊκή και ανθρώπινη, ενωμένες ασύγχυτα, άτρεπτα, αδιαίρετα, και αχώριστα. Η κάθε φύση διατηρεί τις ιδιότητές της στην μια προσωπικότητα (υπόσταση) του Χριστού. Μετά την υποστατική αυτή ένωση οι δυο φύσεις  μένουν ακέραιες και τέλειες.
 Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η σύνοδος αυτή διατύπωσε ορθά  το χριστολογικό δόγμα με βάση την προηγούμενη παράδοση της Εκκλησίας.

Συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δυο φύσεων του Χριστού:
 1) Η αντίδοση των ιδιωμάτων. Εξαιτίας της υποστατικής ένωσης των δυο φύσεων, της θεότητας και της ανθρωπότητας, στη μια υπόσταση του Λόγου, ο ίδιος ο Χριστός είναι πάντοτε που ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα. Ο Χριστός δεν ενεργεί μεμονωμένα ποτέ τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και ποτέ τα θεία ως θεός, αλλά τα ανθρώπινα ενεργεί ως άνθρωπος και θεός, και τα θεία ως θεός και άνθρωπος. Αυτή λοιπόν η ταυτότητα της μιας υπόστασης σε κάθε πράξη, ανθρώπινη ή θεία συντελεί ώστε η μια φύση να αντιδίδει στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα.  Έτσι ο ίδιος ο Χριστός είναι θεός και άνθρωπος, άκτιστος και κτιστός, απαθής και παθητός, και οι πράξεις του, σπουδαίες ή απλές,  γίνονται από τον ίδιο.
2) Η αναμαρτησία του Χριστού.
Τούτη η αναμαρτησία δεν προέρχεται από βαθμιαία τελείωση.
 Ο Χριστός, είναι άφθαρτος και κατά την ανθρωπότητα. Έτσι η αναμαρτησία του Χριστού είναι φυσική και οντολογική, και όχι ηθική· επομένως δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Αφθαρσία, αγιότητα και αναμαρτησία είναι συνώνυμα πράγματα. Όσοι έχουν ηθικές αντιλήψεις για την αμαρτία και τη σωτηρία του ανθρώπου, όπως λόγου χάρη είναι οι Αρειανοί, και οι Νεστοριανοί  κατά φυσικό και αυτονόητο τρόπο κάνουν λόγο για την ηθική αναμαρτησία του Χριστού μέσω της ελευθερίας του. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, αλλά δεν αμάρτησε κάνοντας ορθή χρήση του αυτεξουσίου του, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ο Αδάμ. Επομένως (γι’ αυτούς) ο Χριστός είναι καταρχήν ηθικό πρότυπο για όλη την ανθρωπότητα. Ο Χριστός, δηλαδή, δεν θεραπεύει την ανθρώπινη φύση μήτε τη ζωοποιεί· αύτα τα στοιχεία τα έχουμε μόνοι μας, και μας αρκεί η μίμηση των ηθικών αρετών του.
Ο Χριστός δεν είναι καταρχήν ηθικό αλλά θεϊκό πρότυπο, είναι λυτρωτής και έπειτα θεμελιωτής ηθικής διδασκαλίας.
3)  Η Θέωση της ανθρώπινης φύσης
Με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από την θεία στο πρόσωπο του Χριστού, η ανθρώπινη φύση αγιάζεται, ανυψώνεται, και θεώνεται. Τούτο δεν σημαίνει τροποποίηση και μεταβολή της ανθρώπινης φύσεως σε θεϊκή. Η ανθρώπινη φύση αν και θεώθηκε διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
4) Η Μαρία είναι Θεοτόκος
Με τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, η  Μαρία συλλαμβάνει και σε εννιά μήνες γεννά τον σαρκωμένο Θεό Λόγο.  Η ανθρώπινη φύση του Χριστού, δεν είχε δικιά της προσωπικότητα, προσέλαβε αυτή του Θεού Λόγου. Η Μαρία γίνεται ο φορέας για την πραγματοποίηση του σχεδίου της Θείας οικονομίας. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θέσπισε δυο δόγματα σχετικά με την Θεοτόκο που δεν είναι αποδεκτά από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτά είναι: 1) η άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου. Το δόγμα αυτό, το όποιο διετύπωσε το 1854 ο Πάπας Πίος ο 9ος, σημαίνει ότι η Παναγία γεννήθηκε άσπιλη, αναμάρτητη, και δεν είχε το προπατορικό αμάρτημα, όπως το έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Η διδασκαλία αυτή βέβαια περί της ασπίλου συλλήψεως δεν στηρίζεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. 2) η ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου που οριστικοποιήθηκε με την εγκύκλιο του Πάπα Πίου IB' το 1950. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για  Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση (ένωση ψυχής και σώματος) και ανάληψή της κοντά στον Υιόν της.


Ερωτήσεις: 1) Που έγινε η 4η οικουμενική σύνοδος; 2) Τι υποστηρίζει ο Μονοφυσιτισμός; 3) Τι  αποφάσισε η 4η οικουμενική σύνοδος; 4) Ποιες είναι οι συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δυο φύσεων του Χριστού;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το Ισλάμ ........... Του Γιώργου Σαγιά

Η αρχαία ελληνική θρησκεία